- στεφάνας
- στεφάνᾱς , στεφάνηanything that surroundsfem acc plστεφάνᾱς , στεφάνηanything that surroundsfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανάς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κόρινθο και υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Πελοπόννησο, που στεγαζόταν στο σπίτι του. Είναι γνωστός από την A’ προς Κορινθίους επιστολή του απόστολου Παύλου. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek